Βίκτορ Χάρα: η ζωή και το τέλος ενός σπουδαίου καλλιτέχνη.
Δικτατορία, μια λέξη τόσο οικεία στη χώρα μας, μια λέξη συνδεδεμένη με την κατάλυση της Δημοκρατίας και το αίμα των αθώων θυμάτων που άφησαν πίσω τους οι πράξεις των “σωτήρων” αυτό του κόσμου, που στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα άλλο από ακροδεξιοί δολοφόνοι.
Μια από τις χειρότερες δικτατορίες έζησε για σχεδόν 30 χρόνια η Χιλή, μια χώρα σύμβολο στους αγώνες κατά του φασισμού, μια χώρα που μια μέρα του 1973 ξύπνησε στην κόλαση, καθώς κάποιοι έκριναν πως η νόμιμα εκλεγμένη Κυβέρνηση του Μαρξιστή Σαλβαδόρ Αλιέντε είναι εμπόδιο.Ο Αλιέντε δεν παραδόθηκε στους δικτατορικούς, πέθανε σαν επαναστάτης υπερασπιζόμενος μέχρι τέλους το δικαίωμα του λαού του να ζει ελεύθερος..
Η δικτατορία Πινοτσέτ ήταν μια από τις χειρότερες του πλανήτη, καθώς μετράει με τις εκτιμήσεις των τελευταίων ετών, πάνω από 40.000 νεκρούς άλλα και πάνω από 3.000 αγνοούμενους,εκτελέσεις, δολοφονίες και βασανιστήρια.
Όποιος δεν ήταν υπέρ του καθεστώτος μπορεί την επόμενη στιγμή να ήταν νεκρός.
Η δικτατορία από την πρώτη μέρα ξεκίνησε τις δικές της εκκαθαρίσεις, πολιτικοί, επιφανής πρόσωπα, ακαδημαϊκοί, στρατιωτικοί και καλλιτέχνες δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τον κατάλογο όσων έπρεπε να φύγουν από τη μέση για να εδραιωθεί το φασιστικό καθεστώς.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Βίκτορ Χάρα, ένας από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες της Χιλής, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και υποστηρικτής του Σαλβαδόρ Αλιέντε, και αυτό ήταν αρκετό για να τον κάνει στόχο του καθεστώτος…αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για το ποιος ήταν.
Ο Βίκτορ Χάρα γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1932 και μεγάλωσε μόνο με τη μητέρα του, που ήξερε να παίζει πιάνο και κιθάρα και τραγουδούσε, η μητέρα του επέμενε τα παιδιά της να τελειώσουν το σχολείο.
Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1947, ο έφηβος Βίκτωρ ξεκίνησε σπουδές λογιστικής, αλλά σύντομα σταμάτησε και πήγε σε μια σχολή για να γίνει ιερέας.
Μετά από κάποια χρόνια όμως εγκατέλειψε και αυτή τη σχολή, και αφού πήγε στρατό γύρισε στη γενέτειρά του και ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική και το θέατρο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έγινε μέλος της θεατρικής ομάδας Compañía de mimos de Noisvander και ξεκινά να σπουδάζει υποκριτική και σκηνοθεσία στη Σχολή Θεάτρου του Πανεπιστημίου της Χιλής (Scuola di Teatro dell’Università del Cile).
Το 1957 μπήκε στην ομάδα έρευνας παραδοσιακών τραγουδιών και χορών Cuncumén και γνώρισε τη Βιολέτα Πάρρα.
Πέντε χρόνια αργότερα πήρε πτυχίο σκηνοθεσίας θεάτρου.
Το πρώτο θεατρικό έργο που σκηνοθέτησε ήταν το Parecido a la felicidad του Alejandro Sieveking, το 1959. Μέχρι το 1972 σκηνοθέτησε περισσότερα από δέκα έργα, μεταξύ των οποίων τον Μανδραγόρα του Νικολό Μακιαβέλλι (1960) και την Αντιγόνη του Σοφοκλή (1969) ενώ υπήρξε και βοηθός σκηνοθέτη τρεις φορές: το 1960 στο “La Viuda de Apablaza του Germán Luco Cruchaga”, το 1963 στο “Ο κύκλος με την κιμωλία” του Μπέρτολτ Μπρεχτ και το 1966 στο “Μαρά/Σαντ ” του Πέτερ Βάις.
Το 1961, έγραψε το πρώτο του τραγούδι, το Paloma quiero contarte και λίγο αργότερα το ηχογράφησε, με το γκρουπ Cuncumén το Folclore chileno, μαζί και με ένα δεύτερο τραγούδι το La canción del minero.
Από τις αρχές του 1960 μέχρι το 1968 ήταν διευθυντής της Academia de folclore de la Casa de la Cultura de Ñuñoa και από το 1964 μέχρι το 1967 καθηγητής υποκριτικής στο Πανεπιστήμιο.
Το 1967 κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, το Víctor Jara (Geografía).
Από τότε και μέχρι τη δολοφονία του το 1973 κυκλοφόρησαν άλλα 7 άλμπουμ: το Canciones folklóricas de América (μαζί με το συγκρότημα Quilapayún) (1967), το Víctor Jara (1967), το Pongo en tus manos abiertas (μαζί με το συγκρότημα Quilapayún) (1969), το Canto libre (1970), το El derecho de vivir en paz (1971), το La Población (1972) και το Canto por travesura (1973).
Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε, το 1974, το Tiempos que cambian, το οποίο εξαιτίας της δολοφονίας του δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει και κατά την κυκλοφορία προστέθηκαν και άλλα κομμάτια από παλαιότερα άλμπουμ.
Πέρα από την καλλιτεχνική του πορεία, ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Νεολαίας της Χιλής (Juventudes Comunistas de Chile), παράλληλα ήταν θερμός υποστηρικτής της κυβέρνησης συνασπισμού της Λαϊκής Ενότητας και είχε ταχθεί δημόσια υπέρ του Προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του1973 ο στρατηγός Α. Πινοσέτ ανέτρεψε με πραξικόπημα την κυβέρνηση Αλιέντε και το επόμενο πρωί ο Χάρα συνελήφθη στο Πανεπιστήμιο και μεταφέρθηκε μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους στο Στάδιο Χιλή.
Σύμφωνα με μαρτυρίες στη διάρκεια της κράτησής του υπέστη βασανιστήρια.5 ημέρες μετά στις 16 Σεπτεμβρίου 1973, Δολοφονήθηκε, μετέπειτα η σύζυγός του ανέφερε ότι όταν παρέλαβε τη σορό του, το σώμα του έφερε σημάδια κακοποίησης και το κεφάλι του ήταν γεμάτο αιματώματα από τα χτυπήματα που μαρτυρούσαν τα βασανιστήρια.Έπίσης έφερε πληγές στην κοιλιά, στο στήθος και είχε παραμορφωμένα τα χέρια του.
Τον Ιούνιο του 2008 ο Χιλιανός δικαστής Χ. Φουέντες αποφάσισε να ανοίξει ξανά τον φάκελο της δολοφονίας του Βίκτορ Χάρα και δήλωσε πως θα γινόταν νέα εξέταση σε στοιχεία και σε νέες αποδείξεις που που είχε προσκομίσει η οικογένεια Χάρα.
Περίπου ένα χρόνο μετά, το Μάιο του 2009, απαγγέλθηκε κατηγορία για τη δολοφονία του Χάρα, κατά του José Adolfo Paredes Márquez, που όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα ήταν στρατιώτης.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 2012 διατάχθηκε να συλληφθούν οκτώ πρώην αξιωματικοί του στρατού γιατί φέρονταν να είχαν σχέση με τη δολοφονία του Χάρα.
Για έναν από αυτούς τον Pedro Barrientos Núñez, που πλέον κατοικεί στη Φλόριντα των Η.Π.Α, εκδόθηκε διεθνές ένταλμα σύλληψης καθώς Ο Núñez, σύμφωνα με τον José Adolfo Paredes Márquez, ήταν υπεύθνος για τον θάνατο του Χάρα.Οι αρχές των Η.Π.Α δεν προχώρησαν στην έκδοση του Pedro Barrientos Núñez.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 2013, και μετά την άρνηση της αμερικανικής δικαιοσύνης για την έκδοση το «Κέντρο για τη Δικαιοσύνη και τη Λογοδοσία» (Center for Justice and Accountability), μια διεθνής οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με έδρα το Σαν Φραντσίσκο, υπέβαλε εκ μέρους της συζύγου και των παιδιών του Βίκτορ Χάρα, μήνυση στα αμερικανικά δικαστήρια, κατά του Pedro Barrientos Núñez.
Στην μήνυση αυτή ο Núñezs κατηγορείται μεταξύ άλλων για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, για βασανιστήρια και για θάνατο κρατουμένου χωρίς δίκη.
Αυτή λοιπόν είναι η δικτατορία, αυτό είναι το μίσος όσων θέλουν και επιβάλουν φασιστικά καθεστώτα, κάθε ελεύθερος άνθρωπος, κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος, κάθε δημιουργικός άνθρωπος είναι εμπόδιο.Μια δικτατορία όπως και κάθε ένα φασιστικό και ακροδεξιό καθεστώς ενοχλούνται από τις ελευθερίες και κάθε δημιουργία.Ας είμαστε λοιπόν προσεκτικοί και να μην ξεχνάμε το παρελθόν, γιατί το παρελθόν μας δίνει μαθήματα και πολλές φορές μας προειδοποιεί για το μέλλον.